- ελλειπτικός
- -ή, -ό (AM ἐλλειπτικός, -ή, -όν)1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις, το σέβας, αλλήλους κ.ά.)2. «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο θέμανεοελλ.1. εκείνος που έχει σχήμα έλλειψης, ο ελλειψοειδής2. (για φράσεις, ύφος τού λόγου ή τής ερμηνείας κ.λπ.) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική βραχυλογία.
Dictionary of Greek. 2013.